- στυγῇ
- στυγέωhatepres subj mp 2nd sgστυγέωhatepres ind mp 2nd sgστυγέωhatepres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στύγη — στύγος hatred neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στύγος hatred neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) στυγέω hate pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) στυγέω hate imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στύγος — εος και ους, τὸ, Α (ποιητ. τ.) 1. μίσος, αποστροφή, αντιπάθεια, απέχθεια όπως διαφαίνεται από τα μάτια και το πρόσωπο 2. κατήφεια ή δυσαρέσκεια 3. το αντικείμενο τού μίσους ή τής αποστροφής, βδέλυγμα, σίχαμα 4. (για πράγμ.) πράξη άξια αποστροφής… … Dictionary of Greek